- κόρσιον
- κόρσιον, τό,A tuber of the Nile water-lily, Nymphaea stellata, Thphr. HP4.8.11, Str.17.2.4; cf. κόρσεον: [full] κορσίπιον, Hsch. [full] κορσίς· πυγή, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόρσιον — και κόρσεον, τὸ (Α) η βολβώδης ρίζα τού υδρόβιου φυτού νυμφαία η αστεροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κόρσιον — tuber of the Nile water lily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορσίων — κόρσιον tuber of the Nile water lily neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορσίππιον — κορσίππιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) το κόρσιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού άγνωστης ετυμολ. κόρσιον] … Dictionary of Greek
κόρσεον — και κορσαῑον, τὸ (Α) βλ. κόρσιον … Dictionary of Greek